ντιβιζιονιστής

ντιβιζιονιστής
ο, θηλ. -ίστρια
ζωγράφος που ακολουθεί την τεχνοτροπία τού ντιβιζιονισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. divisionist < λατ. divisio, -onis «διανομή» (< λατ. divido «μοιράζω») + κατάλ. -ιστής*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”